- ἐρεθισμός
ἐρεθισμός, ὁ, das Reizen, Necken; die Aufreizung, D. Hal. 10, 33; der Reiz, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεθισμός, ὁ, das Reizen, Necken; die Aufreizung, D. Hal. 10, 33; der Reiz, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεθισμός — ερεθισμός, ο και ερέθισμα, το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ερεθίζω, διέγερση. 2. αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας οργάνου του σώματος: Ερεθισμός των ματιών. 3. (ψυχολ.), το φυσικό αίτιο που προκαλεί τη διέγερση αισθητηρίου οργάνου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρεθισμός — irritation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε … Dictionary of Greek
ἐρεθισμοῖς — ἐρεθισμός irritation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοῖσι — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοῖσιν — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοί — ἐρεθισμός irritation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμοῦ — ἐρεθισμός irritation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμούς — ἐρεθισμός irritation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμῶν — ἐρεθισμός irritation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθισμῷ — ἐρεθισμός irritation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)