ἐργο-δότης

ἐργο-δότης

ἐργο-δότης, , der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοδοσία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. η μάρτυς. Καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης. Μαρτύρησε σε ηλικία 18 χρόνων στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, αφού την έριξαν στη θάλασσα. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Μαΐου. 2. Θ. η μάρτυς. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ηπιοδώτης — ἠπιοδώτης και ήπιοδώτας, ό (Α) (για τον Ασκληπιό) αυτός που με τα δώρα του κατευνάζει τους πόνους τής αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δώτης < δώτης < δίδωμι (πρβλ. α δώτης, ξενο δώτης). Το β συνθετικό δωτης τής λ. ανάγεται στην απαθή… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδότης — ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα) αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο δότης, εργο δότης, υπνο δότης)] …   Dictionary of Greek

  • ικανοδότης — ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, ιδος (ΑΜ) αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής αρχ. αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο δότης, τροφο δότης] …   Dictionary of Greek

  • καρποδότης — καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM) αυτός που παρέχει καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης, εργο δότης] …   Dictionary of Greek

  • θερμοδότης — θερμοδότης, ο (ΑΜ, Α θηλ. θερμοδότις, ιδος) αυτός που παρέχει θερμό νερό στα λουτρά μσν. αυτός που προσφέρει θερμό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δότης < δίδωμι (πρβλ. αιμο δότης, εργο δότης)] …   Dictionary of Greek

  • κληροδότης — ο, θηλ. κληροδότις και κληροδότρια (Α κληροδότης, θηλ. κληροδότειρα και κληροδότρια) νεοελλ. αυτός που αφήνει σε κάποιον κληροδότημα αρχ. 1. αυτός που διανέμει κάτι με κλήρο 2. αυτός που αφήνει σε κάποιον κληρονομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + δότης… …   Dictionary of Greek

  • κηροδοσία — και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία) η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή νεοελλ. η συνολική ή η ετήσια ποσότητα τού κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες μσν …   Dictionary of Greek

  • πυριτοδότης — ο, Ν ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού, ο οποίος έχει ως έργο τη μεταφορά πυρομαχικών από τις αποθήκες τού πλοίου στα πυροβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις / ίτιδα + δότης (< δίδωμι), πρβλ. σηματο δότης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πυριτοδόται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”