- ἐρεικόεις
ἐρεικόεις, εσσα, εν, reich an solcher Heide, s. nom. pr. Ἀρεικοῦσσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεικόεις, εσσα, εν, reich an solcher Heide, s. nom. pr. Ἀρεικοῦσσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεικόεις — ἐρεικόεις, εσσα, εν και ἐρεικοῡς, οῡσσα, οῡν (Α) [ερείκη] (για τόπο) ο γεμάτος με ρείκια, ο τόπος που φυτρώνουν πολλά ρείκια και τοπων. Ἐρεικοῡς λόφος … Dictionary of Greek