- ἐρειγμός
ἐρειγμός, ὁ, = ἐρεγμός, Galen., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρειγμός, ὁ, = ἐρεγμός, Galen., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερειγμός — ἐρειγμός, ὁ (Α) [ερείκω] βλ. ερεγμός … Dictionary of Greek
ἐρειγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεγμός — ἐρεγμός, ὁ (Α) 1. βλ. έρεγμα («ἐρεγμός κυρίως λέγεται ὁ δίχα διηρημένος κύαμος», Ερωτιαν.) 2. βλ. ερυγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , ερειγμός*] … Dictionary of Greek