- ἐρεγμός
ἐρεγμός, ὁ, = ἔρεγμα, Galen., Hesych. ὁ κύαμος ὁ διακεκομμένος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεγμός, ὁ, = ἔρεγμα, Galen., Hesych. ὁ κύαμος ὁ διακεκομμένος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεγμός — ἐρεγμός, ὁ (Α) 1. βλ. έρεγμα («ἐρεγμός κυρίως λέγεται ὁ δίχα διηρημένος κύαμος», Ερωτιαν.) 2. βλ. ερυγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , ερειγμός*] … Dictionary of Greek
ἐρεγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεγμοί — ἐρεγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεγμοῦ — ἐρεγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεγμῶν — ἐρεγμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεγμῷ — ἐρεγμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεγμόν — ἐρεγμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέγμινος — ἐρέγμινος, η, ον (Α) [ερεγμός] ο κατασκευασμένος από τριμμένα, κοπανισμένα κουκιά («ἄλευρον ἐρέγμινον», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ερειγμός — ἐρειγμός, ὁ (Α) [ερείκω] βλ. ερεγμός … Dictionary of Greek
ερεχμός — ἐρεχμός, ὁ (Α) διαφορ. τ. αντί ερευγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού ερεγμός*] … Dictionary of Greek