- ἐρι-αύχην
ἐρι-αύχην, ενος, hoch-, starknackig, Il. 10, 305. 11, 509, Beiwort edler Rosse, mit hohem, stolzem Halse.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-αύχην, ενος, hoch-, starknackig, Il. 10, 305. 11, 509, Beiwort edler Rosse, mit hohem, stolzem Halse.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακραύχην — μακραύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.) 2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. ερι αύχην, ριψ… … Dictionary of Greek
πολυαύχην — ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ πολυαύχενος μσν. αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐχήν, ένος (πρβλ. ερι αύχην … Dictionary of Greek
υψαύχενος — η, ο / ὑψαύχενος, ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, ενος, ὁ, ἡ, Α μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος αρχ. 1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι 2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό 3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη 4 … Dictionary of Greek
εριαύχην — ἐριαύχην, ὁ, ἡ (AM) 1. αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι») 2. υπερήφανος, καμαρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + αυχήν] … Dictionary of Greek