- ἐρι-μύκης
ἐρι-μύκης, ὁ, ταῦρος, = Folgdm, Callim. fr. 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-μύκης, ὁ, ταῦρος, = Folgdm, Callim. fr. 452.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριμύκης — ἐριμύκης, ὁ (Α) βλ. ερίμυκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μύκης (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek