- ἐρεβόθεν
ἐρεβόθεν, aus dem Erebus, Eur. Or. 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεβόθεν, aus dem Erebus, Eur. Or. 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεβόθεν — ἐρεβόθεν (Α) επίρρ. από το έρεβος, από το σκοτάδι που είναι κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + θεν (κατάληξη που δηλώνει απομάκρυνση πρβλ. άνω θεν, έξω θεν)] … Dictionary of Greek
ἐρεβόθεν — from nether gloom indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)