- ἐρι-βόας
ἐρι-βόας, ὁ, sehr schreiend, Bacchus, Pind. frg. bei D. Hal. de C. V.. p. 304; Ἑρμᾶς ϑεῶν ἐρ. κάρυξ, Simmia. ovum (XV, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-βόας, ὁ, sehr schreiend, Bacchus, Pind. frg. bei D. Hal. de C. V.. p. 304; Ἑρμᾶς ϑεῶν ἐρ. κάρυξ, Simmia. ovum (XV, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριβόας — ἐριβόας, ὁ (Α) (επίθ. τού Βάκχου και τού Ερμή) αυτός που φωνάζει δυνατά, που κραυγάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βόας (< βοώ)] … Dictionary of Greek