- ἐρι-αχθής
ἐρι-αχθής, ές, sehr belastet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-αχθής, ές, sehr belastet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριαχθής — ἐριαχθής, ές (Α) αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) ή έριον + αχθής (< άχθος)] … Dictionary of Greek