ἐργαστικός

ἐργαστικός

ἐργαστικός, arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῠ προβλήματος ἐργαστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Theil, Arist. pol. 4, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εργαστικός — ἐργαστικός, ή, όν (AM) [εργαστής] μσν. είδος μηχανής αρχ. 1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.) 2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός αρχ. το αρσ. ως …   Dictionary of Greek

  • ἐργαστικός — able to work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικά — ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc pl ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc/acc dual ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικώτερον — ἐργαστικός able to work adverbial comp ἐργαστικός able to work masc acc comp sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικῶν — ἐργαστικός able to work fem gen pl ἐργαστικός able to work masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικόν — ἐργαστικός able to work masc acc sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικαῖς — ἐργαστικός able to work fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικαί — ἐργαστικός able to work fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικοί — ἐργαστικός able to work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικοῦ — ἐργαστικός able to work masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικούς — ἐργαστικός able to work masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”