- ἐργαστρίς
ἐργαστρίς, ίδος, ἡ, = ἐργάτις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐργαστρίς, ίδος, ἡ, = ἐργάτις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργαστρίς — η βλ. εργαστήρ … Dictionary of Greek
ἐργαστρίδες — ἐργαστρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργαστήρ — ἐργαστήρ, ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, ίδος (Α) [εργάζομαι] 1. εργάτης, γεωργός 2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός … Dictionary of Greek