- ἐρι-βρῑθής
ἐρι-βρῑθής, ές, sehr schwer, gewichtig, μολίβου χύσις Opp. H. 5, 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-βρῑθής, ές, sehr schwer, gewichtig, μολίβου χύσις Opp. H. 5, 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριβριθής — ἐριβριθής, ές (Α) ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βριθής (< βρίθος)] … Dictionary of Greek