- ἐργαστηριακοί
ἐργαστηριακοί, οἱ, Handwerksleute, neben βάναυσοι Pol. 38, 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐργαστηριακοί, οἱ, Handwerksleute, neben βάναυσοι Pol. 38, 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐργαστηριακοί — ἐργαστηριακός practising a handicraft masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαβρικήσιος — και φαβρικίσιος, ὁ, Μ οπλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fabricenses «εργαστηριακοί»] … Dictionary of Greek