- ἐρασίπτερος
ἐρασίπτερος, flügelliebend, mit liebendem Fittig, ὄρνις ἐρώτων Κρονίδου Nonn. D. 10, 256, von dem Adler, der den Ganymed entführte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρασίπτερος, flügelliebend, mit liebendem Fittig, ὄρνις ἐρώτων Κρονίδου Nonn. D. 10, 256, von dem Adler, der den Ganymed entführte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερασίπτερος — ἐρασίπτερος, ον (Α) αυτός που έχει εράσμια, πολύ ωραία φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος] … Dictionary of Greek
ἐρασίπτερος — of amorous wing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek