- ἐρασί-μολπος
ἐρασί-μολπος, gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρασί-μολπος, gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλησίμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) φιλόμολπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + μολπος (< μολπή), πρβλ. ἐρασί μολπος] … Dictionary of Greek