- ἐρασι-χρήματος
ἐρασι-χρήματος, geldliebend, habgierig u. geizig, Xen. Mem. 1, 2, 5 u. VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρασι-χρήματος, geldliebend, habgierig u. geizig, Xen. Mem. 1, 2, 5 u. VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευχρήματος — εὐχρήματος, ον (Α) πλούσιος, εύπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηματος (< χρήμα < χρώμαι), πρβλ. ερασι χρήματος, φιλο χρήματος] … Dictionary of Greek