ἐρωτιδεύς

ἐρωτιδεύς

ἐρωτιδεύς, , ein junger Liebesgott (von Ἄρως gebildet, wie λεοντιδεύς, λαγιδεύς), Anacr. 25, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερωτιδεύς — Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το …   Dictionary of Greek

  • ἐρωτιδεῖς — ἐρωτιδεύς a young Eros masc acc pl ἐρωτιδεύς a young Eros masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτιδόπουλον — ἐρωτιδόπουλον, τὸ (Μ) [ερωτίδιν] μικρός έρωτας, ερωτιδεύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”