ἐρωτικός

ἐρωτικός

ἐρωτικός, zur Liebe gehörig, die Liebe betreffend, ὀργὴ ἐρ., Liebeszorn, Thuc. 6, 57; λύπη, ibd. 59; μανία, Plat. Phaedr. 265 b; τέχνη, 275 a; oft τὰ ἐρωτικά, Liebeshändel, Liebe, auch Begierde, Conv. 186 c; ἀνὴρ ἐρωτικός, Phaedr. 248 d, der sich auf die Liebe versteht, wie Xen. Hem. 2, 6, 28; οἱ νέοι ἐρωτικοί, zur Liebe geneigt, ihr ergeben, verliebt, Arist. Eth. 8, 3; τοῦτο ἥκιστα ἐρωτικὸν εἴρηκας, für einen Liebhaber passend, Luc. Scyth. 5; πρὸς τὸ χρυσίον, nach Golde lüstern, Plut. Dem. 25, wie περί τι, Luc. dom. 2. – Bei Plut. Amator. 1 ist τὰ ἐρωτικά = ἐρωτίδια. – Adv. ἐρωτικῶς, z. B. περιαλγεῖν, wie ein Liebhaber, Thuc. 6, 54; ἔχειν τινός, Neigung zu Etwas haben, Plat. Conv. 222 c; Xen. Cyr. 3, 3, 12; ἐρωτικώτατά τινος ἔχειν Hier. 1, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐρωτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ερωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στον έρωτα ή τους ερωτευμένους. 2. αυτός που εκφράζει έρωτα ή που ασχολείται μ αυτόν: Ερωτική επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ερωτικός, Θεόφιλος — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο Ε., επικεφαλής βυζαντινών στρατευμάτων, επιχείρησε να καταστείλει επανάσταση στη Σερβία, αλλά αποκρούστηκε το 1040 από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Βοϊσθλαύο. Το 1043 διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’… …   Dictionary of Greek

  • ἐρωτικά — ἐρωτικός of neut nom/voc/acc pl ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc/acc dual ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτικώτερον — ἐρωτικός of adverbial comp ἐρωτικός of masc acc comp sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτικῶν — ἐρωτικός of fem gen pl ἐρωτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτικόν — ἐρωτικός of masc acc sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτικώτατα — ἐρωτικός of adverbial superl ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτικώτατον — ἐρωτικός of masc acc superl sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτικαῖς — ἐρωτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”