ἐρωτύλος

ἐρωτύλος

ἐρωτύλος, , eigtl. dim. von ἔρως, kleiner Liebesgott, wie man es auch Theocr. 3, 7 nehmen kann, oder Geliebter; ἐρωτύλα ἀείδειν, Liebeslieder singen, Bion. 3, 10. 13. – Bei Leont. schol. 15 (IX, 614) dunkel, μεγάλην παρ' ἅμαξαν ἐρωτύλος ἡδὺ φαείνει, geht wohl auf eine kleine Statue des Eros.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐρωτύλος — a darling masc/fem nom sg ἐρωτύλος a darling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτύλος — ο (Α ἐρωτύλος) νεοελλ. αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα αρχ. 1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός 2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» τραγουδώ ερωτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + επίθημα υλ(λ)ος, το οποίο έχει… …   Dictionary of Greek

  • ερωτύλος — ο ο ερωτιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρωτύλον — ἐρωτύλος a darling masc/fem acc sg ἐρωτύλος a darling neut nom/voc/acc sg ἐρωτύλος a darling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτύλῳ — ἐρωτύλος a darling masc/fem/neut dat sg ἐρωτύλος a darling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτύλα — ἐρωτύλος a darling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαπησ(ι)άρης — (ι)άρα, (ι)άρικο 1. φιλόστοργος, εύσπλαχνος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτύλος, φιλήδονος, ερωτιάρης 3. αυτός που προκαλεί την αγάπη, που αγαπιέται εύκολα, ο αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπησα, αόρ. τού ρ. αγαπώ + κατάλ. ιάρης] …   Dictionary of Greek

  • αμορόζικος — η, ο [αμορόζος] αυτός που έχει τρόπους και συμπεριφορά αμορόζου, ο ερωτύλος …   Dictionary of Greek

  • γκομενιάρης — ο (θηλ. γκομενιάρα, η) αυτός που έχει ή θέλει να έχει πολλές γκόμενες, ερωτύλος …   Dictionary of Greek

  • γλυκάκιας — ο 1. αυτός που αγαπάει τα γλυκίσματα 2. αυτός που έχει επιτηδευμένους γλυκούς τρόπους 3. ο ερωτύλος …   Dictionary of Greek

  • ερωτιάρης — α, ικο και ερωτιάρικος, η, ο ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης, κοκαλ ιάρης, ψωρ ιάρης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”