- ἐρωτό-ληπτος
ἐρωτό-ληπτος, von Liebe ergriffen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρωτό-ληπτος, von Liebe ergriffen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίληπτος — ον, Α αυτός που άρπαξε, που πήρε φωτιά («πυρίληπτα πεδία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος, νυμφό ληπτος] … Dictionary of Greek
μοιχόληπτος — μοιχόληπτος, ον (Α) 1. αυτός που συλλαμβάνεται επ αυτοφώρω να μοιχεύει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιχόληπτα τα μοιχάγρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος] … Dictionary of Greek
φιλόληπτος — ον, Α πιθ. αυτός που τού αρέσει να παίρνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ἐρωτό ληπτος] … Dictionary of Greek