ἐρυθρό-χροος

ἐρυθρό-χροος

ἐρυθρό-χροος, rothfarbig, bei Gell. N. A. 19, 7; ὑπόδεσις D. Cass. 43, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκοτεινόχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. σκοτεινόχροος, οον, Α σκούρος, σκουρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + χροος / χρους (< χρώς, χροός «χρώμα»), πρβλ. ἐρυθρό χρους] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρόχρους — ουν (AM ἐρυθρόχρους, ουν και ἐρυθρόχροος, οον) αυτός που έχει ερυθρό χρώμα, ο κοκκινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρους < χροος < χρως «χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • θολερόχρους — θολερόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολερός + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. ερυθρό χρους, κιτρό χρους, μηλό χρους)] …   Dictionary of Greek

  • ιδανόχρους — ἰδανόχρους, ουν και οος οον (Α) αυτός που έχει ωραία χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανός + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ετερό χρονς] …   Dictionary of Greek

  • κακόχρους — κακόχρους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.) 2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ηδύ… …   Dictionary of Greek

  • καλλίχρους — καλλίχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + χρους (< χρώς, χροός «χρώμα»), πρβλ. αν ομοιό χρους, ερυθρό χρους] …   Dictionary of Greek

  • καλόχρους — ουν και καλόχροος, ον (Μ καλόχροος, οον) αυτός που έχει ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ηδύ χρους] …   Dictionary of Greek

  • λευκόχρους — ουν (ΑΜ λευκόχρους, ουν, Α και οος, οον) αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρους — μονόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρους (< χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, πολύ χρους] …   Dictionary of Greek

  • ροδόχρους — ουν / ῥοδόχρους, ουν, ΝΜΑ, και ροδόχροος, η, ο Ν, ῥοδόχροος, ον ΜΑ αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, ροδόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ερυθρό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”