- ἐρυθρό-χρως
ἐρυθρό-χρως, ωτος, dasselbe, τρίγλη Cratin. bei Ath. VII, 325 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυθρό-χρως, ωτος, dasselbe, τρίγλη Cratin. bei Ath. VII, 325 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυρόχρως — ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρό χρως, λιπαρό χρως] … Dictionary of Greek
τρυφερόχρως — ων, και ως ουσ. τρυφερόχρως, ωτος και τρυφεροχρώς, ῶτος, ὁ και ἡ, Α, και τρυφερόχρους, ουν, Μ μσν. αυτός που έχει ωραίο χρώμα αρχ. αυτός που έχει απαλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + χρως / χρους (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
υγρόχρους — ουν, και οος, οον, και ὑγράχρως, ων, ΜΑ αυτός που έχει υγρή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χρους / χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ἐρυθρό χρους/ χρως] … Dictionary of Greek
ερυθρόχρους — ουν (AM ἐρυθρόχρους, ουν και ἐρυθρόχροος, οον) αυτός που έχει ερυθρό χρώμα, ο κοκκινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρους < χροος < χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek
θολερόχρους — θολερόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολερός + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. ερυθρό χρους, κιτρό χρους, μηλό χρους)] … Dictionary of Greek
ιδανόχρους — ἰδανόχρους, ουν και οος οον (Α) αυτός που έχει ωραία χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανός + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ετερό χρονς] … Dictionary of Greek
κακόχρους — κακόχρους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.) 2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ηδύ… … Dictionary of Greek
καλλίχρους — καλλίχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + χρους (< χρώς, χροός «χρώμα»), πρβλ. αν ομοιό χρους, ερυθρό χρους] … Dictionary of Greek
καλόχρους — ουν και καλόχροος, ον (Μ καλόχροος, οον) αυτός που έχει ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ηδύ χρους] … Dictionary of Greek
λευκόχρους — ουν (ΑΜ λευκόχρους, ουν, Α και οος, οον) αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους] … Dictionary of Greek
μονόχρους — μονόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρους (< χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, πολύ χρους] … Dictionary of Greek