- ἐρυθρότης
ἐρυθρότης, ητος, ἡ, die Röthe, Schol. Aesch. Prom. 134 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυθρότης, ητος, ἡ, die Röthe, Schol. Aesch. Prom. 134 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυθρότης — redness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητα — ἐρυθρότης redness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητι — ἐρυθρότης redness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητος — ἐρυθρότης redness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρότητα — η (AM ἐρυθρότης, ή) [ερυθρός] η ιδιότητα τού ερυθρού, το γνώρισμα τού ερυθρού χρώματος, η κοκκινάδα … Dictionary of Greek