- ἐρυθρό-χλωρος
ἐρυθρό-χλωρος, blaßroth, Hippocr.; nach Anderen ἐρυϑρόχολος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυθρό-χλωρος, blaßroth, Hippocr.; nach Anderen ἐρυϑρόχολος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχλωρος — ον, και ιων. τ. πουλύχλωρος, Α 1. πολύ χλωρός 2. πολύ χλομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χλωρός (πρβλ. ερυθρό χλωρος)] … Dictionary of Greek