περί-κρημνος

περί-κρημνος

περί-κρημνος, ringsum abschüssig; Polyaen. 4, 15, zw.; Plut. Sull. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάκρημνος — κατάκρημνος, ον (AM) απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από κρημνος, περί κρημνος] …   Dictionary of Greek

  • περίκρημνος — ον, Α απόκρημνος, απότομος από όλες τις πλευρές («λόφος ἐλείπετο πετρώδης καὶ περίκρημνος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”