- περί-κροτος
περί-κροτος, rings umher rasselnd, tönend, κύμβαλα, Nonn. D. 9, 117. 10, 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-κροτος, rings umher rasselnd, tönend, κύμβαλα, Nonn. D. 9, 117. 10, 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίκροτος — ον, Μ αυτός που κροτεί ολόγυρα, που αντηχεί από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρότος (πρβλ. επίκροτος)] … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
VIRGA — I. VIRGA Investitura fit, vel proprie tradendo terram ipsam, seu feudum: vel improprie, tradendo terrae vel feudi nomine, vexillum, hastam, sagirtam, vide Ingulphum, p. 901. Ex hastae traditione nata est consuerudo, per festucam, vel virgam,… … Hofmann J. Lexicon universale