- περί-κρᾱνον
περί-κρᾱνον, τό, Umgebung des Hirnschädels, Helm, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-κρᾱνον, τό, Umgebung des Hirnschädels, Helm, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλιόκρανο — το η κεφαλή τού κοχλία, τής βίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κρανον (< αμάρτυρο *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον, ωλέ κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
περίκρανον — τὸ, Α κάλυμμα κεφαλής, κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσό κρανον)] … Dictionary of Greek
ποτίκρανον — τὸ, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κρανον (< *κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον] … Dictionary of Greek