- ἐπ-ηλύτης
ἐπ-ηλύτης, ὁ, seltenes W. für ἔπηλυς, Thuc. 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ηλύτης, ὁ, seltenes W. für ἔπηλυς, Thuc. 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατηλυσία — κατηλυσία, ιων. τ. κατηλυσίη, ἡ (Α) κατάβαση, κάθοδος, πτώση («κατηλυσίη τ ἄνοδος τε», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυσία (< ηλύτης < ηλυς, πρβλ. κάτ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. εισ ηλυσία, επ ηλυσία] … Dictionary of Greek
ομηλυσία — ὁμηλυσία, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) συνοδεία κατά τη διάρκεια ταξιδιού, συντροφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυσία (< ηλύτης < ήλυς, πρβλ. όμ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. κατ ηλυσία] … Dictionary of Greek