ἐπ-ηλυγαῖος

ἐπ-ηλυγαῖος

ἐπ-ηλυγαῖος, α, ον, beschattet, dunkel, B. A. 243.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλυγαίος — ἠλυγαῑος, α, ον (Α) [ηλύγη] σκιερός, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • ἠλυγαία — ἠλυγαίᾱ , ἠλυγαῖος shadowy fem nom/voc/acc dual ἠλυγαίᾱ , ἠλυγαῖος shadowy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”