ολισθαίνω — ολισθαίνω, ολίσθησα βλ. πίν. 50 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… … Dictionary of Greek
ὀλισθαίνω — ὀλισθάνω slip pres subj act 1st sg ὀλισθάνω slip pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενολισθαίνω — ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) [ολισθαίνω] (για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.) αρχ. πέφτω… … Dictionary of Greek
παρολισθάνω — και παρολισθαίνω Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια 2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω 3. σφάλλω, κάνω σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλισθαίνω / άνω «γλυστρώ»] … Dictionary of Greek
υπολισθάνω — ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.) αρχ. γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»] … Dictionary of Greek
поползаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἀπολισθαίνω) поскальзываюсь, ускользаю, уклоняюсь; (ὀλισθαίνω) … Словарь церковнославянского языка
απολισθάνω — ἀπολισθάνω κ. λισθαίνω (Α) [ολισθάνω / ολισθαίνω] 1. γλιστρώ μακριά 2. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. απομακρύνομαι 4. χαλαρώνω τους δεσμούς φιλίας με κάποιον 5. φρ. «ἀπολισθάνω τοῡ ῥ» δεν προφέρω καθαρά τον φθόγγο ρ … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… … Dictionary of Greek
βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… … Dictionary of Greek