- ἐποφλισκάνω
ἐποφλισκάνω (s. ὀφλισκάνω), noch dazu schulden, τινί τι, Themist. or.6 p. 83 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐποφλισκάνω (s. ὀφλισκάνω), noch dazu schulden, τινί τι, Themist. or.6 p. 83 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εποφλισκάνω — ἐποφλισκάνω (AM) οφείλω ακόμη περισσότερα, χρωστάω κι άλλα … Dictionary of Greek
προσεποφλισκάνω — Α 1. οφείλω κάτι ακόμη, είμαι ένοχος για κάτι ακόμη 2. φρ. «γέλωτα προσεπωφλίσκανον» γινόμουν ακόμη πιο γελοίος (Δίων. Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐποφλισκάνω «οφείλω, χρωστώ»] … Dictionary of Greek