οφείλω — βλ. πίν. 184 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… … Dictionary of Greek
ὀφείλω — ὀφέλλω IG aor subj act 1st sg ὀφέλλω IG aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ὀφείλω IG pres subj act 1st sg ὀφείλω IG pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφείλω — είμαι χρεώστης, υποχρεωμένος, έχω οφειλή, χρέος: Οφείλω πολλά στους γονείς μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀφειλῶ — ὀφειλέω to be due pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀφειλέω to be due pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλήσουσι — ὀφείλω IG aor subj act 3rd pl (epic) ὀφείλω IG fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀφείλω IG fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὀφειλέω to be due aor subj act 3rd pl (epic) ὀφειλέω to be due fut part act masc/neut dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλήσουσιν — ὀφείλω IG aor subj act 3rd pl (epic) ὀφείλω IG fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀφείλω IG fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὀφειλέω to be due aor subj act 3rd pl (epic) ὀφειλέω to be due fut part act masc/neut dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλήσω — ὀφείλω IG aor subj act 1st sg ὀφείλω IG fut ind act 1st sg ὀφείλω IG aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ὀφειλέω to be due aor subj act 1st sg ὀφειλέω to be due fut ind act 1st sg ὀφειλέω to be due aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλομένων — ὀφείλω IG pres part mp fem gen pl ὀφείλω IG pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλήσομεν — ὀφείλω IG aor subj act 1st pl (epic) ὀφείλω IG fut ind act 1st pl ὀφειλέω to be due aor subj act 1st pl (epic) ὀφειλέω to be due fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφειλόμενον — ὀφείλω IG pres part mp masc acc sg ὀφείλω IG pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)