ούλις — οὖλις, ιδος, ἡ (Α) [ούλον] το ούλο … Dictionary of Greek
παρουλίδα — η / παρουλίς, ίδος, ΝΜΑ διόγκωση τών ούλων, ψηλαφητή εξωτερικά από την παρειά και οφειλόμενη συνήθως σε οξεία ριζίτιδα ενός δοντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. επ ουλίς)] … Dictionary of Greek