ἐπ-ουλίς

ἐπ-ουλίς

ἐπ-ουλίς, ίδο ς, ἡ, Geschwulst am Zahnfleisch (οὖ-λον), Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ούλις — οὖλις, ιδος, ἡ (Α) [ούλον] το ούλο …   Dictionary of Greek

  • παρουλίδα — η / παρουλίς, ίδος, ΝΜΑ διόγκωση τών ούλων, ψηλαφητή εξωτερικά από την παρειά και οφειλόμενη συνήθως σε οξεία ριζίτιδα ενός δοντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. επ ουλίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”