ἐπ-ουλόω

ἐπ-ουλόω

ἐπ-ουλόω, vernarben, zur Vernarbung bringen, ἕλκη, Diosc.; pass. zuheilen, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιουλώσῃ — περϊουλώσῃ , περί οὐλόομαι to be scarred over aor subj mp 2nd sg περϊουλώσῃ , περί οὐλόομαι to be scarred over fut ind mp 2nd sg περϊουλώσῃ , περί οὐλόομαι to be scarred over futperf ind mp 2nd sg περϊουλώσῃ , περί οὐλόω aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσουλώσῃ — πρόσ οὐλόομαι to be scarred over aor subj mp 2nd sg πρόσ οὐλόομαι to be scarred over fut ind mp 2nd sg πρόσ οὐλόομαι to be scarred over futperf ind mp 2nd sg πρόσ οὐλόω aor subj mid 2nd sg πρόσ οὐλόω aor subj act 3rd sg πρόσ οὐλόω fut ind mid 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετούλων — μετά οὐλόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μετά οὐλόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) μετά οὐλόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μετά οὐλόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετούλου — μετά οὐλόω imperf ind act 3rd sg μετά οὐλόω pres imperat act 2nd sg μετά οὐλόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετούλους — μετά οὐλόω imperf ind act 2nd sg μετά οὐλόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απουλώ — ἀπουλῶ ( όω) (Α) [ουλόω] κάνω (έλκος) να επουλωθεί …   Dictionary of Greek

  • επουλώνω — (AM ἐπουλῶ, όω) κάνω ώστε να κλείσει μια πληγή, θεραπεύω νεοελλ. κάνω να λησμονηθεί κακό ή συμφορά («ο χρόνος επουλώνει τον πόνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουλόω «χαράζω, προξενώ ουλές»] …   Dictionary of Greek

  • περιουλοῦται — περϊουλοῦται , περί οὐλόομαι to be scarred over pres ind mp 3rd sg περϊουλοῦται , περί οὐλόω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουλωθέντος — περϊουλωθέντος , περί οὐλόομαι to be scarred over aor part mp masc/neut gen sg περϊουλωθέντος , περί οὐλόω aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουλωκότων — σύν οὐλόω perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουλωμένη — σύν οὐλόομαι to be scarred over perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) σύν οὐλόω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”