ἐπ-ουλωτικός

ἐπ-ουλωτικός

ἐπ-ουλωτικός, ή, όν, das Vernarben befördernd, φάρμακον, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουλωτικός — οὐλωτικός, ή, όν (Μ) αυτός που επιφέρει επούλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλῶ (ΙΙ), μέσω αμάρτυρου *ουλωτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”