- ἐπ-ουδαῖος
ἐπ-ουδαῖος, auf dem Erdboden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ουδαῖος, auf dem Erdboden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Οὐδαῖος — on the ground masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδαῖος — on the ground masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουδαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γεννήθηκε από τα δόντια του δράκου, που τα έσπειρε ο Κάδμος. Ο Ο. θεωρείται πρόδρομος του μάντη Τειρεσία. * * * οὐδαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται … Dictionary of Greek
Οὐδαῖοι — Οὐδαῖος on the ground masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδαῖοι — οὐδαῖος on the ground masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδαίοιο — Οὐδαῖος on the ground masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδαίου — Οὐδαῖος on the ground masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδαίῳ — Οὐδαῖος on the ground masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπουδαίος — αία, ον, Α κάτω από το χώμα, υποχθόνιος («τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῡνται θεὸν ὑπουδαῑον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐδαῖος «υπόγειος, υποχθόνιος» (< οὖδας «έδαφος»), πρβλ. κατ ουδαῖος] … Dictionary of Greek
οὐδαίας — οὐδαί̱ᾱς , οὐδαῖος on the ground fem acc pl οὐδαί̱ᾱς , οὐδαῖος on the ground fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Spartes — Pour les articles homonymes, voir Sparte (homonymie). Dans la mythologie grecque, les Spartes (en grec ancien Σπαρτοί / Spartoí, du verbe σπείρω / speírô, « semer »), aussi appelés hommes semés, sont un peuple fantastique impliqué dans… … Wikipédia en Français