ἐπ-οτρύνω

ἐπ-οτρύνω

ἐπ-οτρύνω, antreiben, ermuntern, aufregen, ϑυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6, 439; ἔρδειν, ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ 15, 148; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od. 2, 422; ἑτάροισιν ἐποτρῠναι καὶ ἀνῶξαι μῆλα κατακῆαι 10, 531; auch allein, ἱππεῠσιν ἐπότρυνον ἐλαυνέμεν ὠκέας ἵππους Il. 15, 258; wie κελεύω construirt, ἑὲ δ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασϑαι 20, 171. Auch πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen erregen, Od. 22, 152; πομπήν, ἀγγελίας, die Heimsendung betreiben, Botschaft schnell aussenden, 8, 31, wo das med. steht, 24, 355. – Aufregen, anfeuern, πολλά μιν τὰ ἐποτρύνοντα ἦν Her. 1, 204, öfter; αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω ἐποτρύνοντες, vorwärts treiben, 7, 223; τινὰ ἐπὶ δεινά, Jem. zu gefährlichen Unternehmungen, Thuc. 1, 84; von den Trompetern, σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, die Trompeter gaben den Schwerbewaffneten das Signal zum Angriff, 6, 69; Plut. Πάρϑοι οὐ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺς ἐς μάχην Crass. 23; Aemil. Paul. 33; μὴ τοῦ σαλπιγκτοῦ ἐποτρύνοντος Luc. Navig. 30; ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ de gymn. 4; – auffordern, heißen, c. inf, Pind. N. 9, 20; Soph. El. 1264; καὶ τὸν ἐκεῖ πόλεμον ἔτι μᾶλλον ἐποτρύνωσι γίγνεσϑαι Thuc. 7, 25, die Führung des Krieges beschleunigen. – Pass. sich antreiben, eilen, ἀλλὰ σὺ μὴ ἐποτρύνου Aesch. Sept. 680. Auch = act., s. oben, Od. 8, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ὀτρυνῶ — ὀτρύνω stir up fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρύνω — ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up aor subj act 1st sg ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up pres subj act 1st sg ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up pres ind act 1st sg ὀτρύ̱νω , ὀτρύνω stir up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνεῖ — ὀτρύνω stir up fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀτρύνω stir up fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνούσης — ὀτρύνω stir up fut part act fem gen sg (attic epic) ὀτρῡνούσης , ὀτρύνω stir up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνέει — ὀτρύνω stir up fut ind mid 2nd sg (epic ionic) ὀτρύνω stir up fut ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνεῖται — ὀτρύνω stir up fut ind mid 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθῆναι — ὀτρύνω stir up aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθῇ — ὀτρύνω stir up aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθέντες — ὀτρύνω stir up aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυνθέντος — ὀτρύνω stir up aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”