- ἐπητύς
ἐπητύς, ύος, ἡ, Leutseligkeit, Wohlwollen; Homer einmal, Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις, var. lect. ἐπητέως (? ἐπητέος?), s. s. v. ἐπητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπητύς, ύος, ἡ, Leutseligkeit, Wohlwollen; Homer einmal, Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις, var. lect. ἐπητέως (? ἐπητέος?), s. s. v. ἐπητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια … Dictionary of Greek
ἐπητύς — ἐπητύ̱ς , ἐπητύς courtesy fem acc pl ἐπητύς courtesy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητύν — ἐπητύς courtesy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητύος — ἐπητύς courtesy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
επήτεια — ἐπήτεια, η (Α) βλ. επητύς … Dictionary of Greek
ἐπητύι — ἐπητύϊ , ἐπητύς courtesy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)