- ἐπ-οστρακίζω
ἐπ-οστρακίζω, mit Scherben flach über das Wasser hinwerfen, so daß sie oft aufprallen u. über die Wasserfläche weiter hüpfen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-οστρακίζω, mit Scherben flach über das Wasser hinwerfen, so daß sie oft aufprallen u. über die Wasserfläche weiter hüpfen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστρακίζω — (ΑΜ ὀστρακίζω) [όστρακον] (στην αρχ. Αθήνα) εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο, σε θραύσμα πήλινου αγγείου, εξοστρακίζω («Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον», Ανδοκ.) μσν. (σχετικά με τους οπαδούς τού χριστιανισμού) αποβάλλω από… … Dictionary of Greek
ὀστρακιζομένων — ὀστρακίζω banish pres part mp fem gen pl ὀστρακίζω banish pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακισθέντα — ὀστρακίζω banish aor part pass neut nom/voc/acc pl ὀστρακίζω banish aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠστρακισμένον — ὀστρακίζω banish perf part mp masc acc sg ὀστρακίζω banish perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠστράκιζον — ὀστρακίζω banish imperf ind act 3rd pl ὀστρακίζω banish imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακιζομένοις — ὀστρακίζω banish pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακιζομένους — ὀστρακίζω banish pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακιζόμενος — ὀστρακίζω banish pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακισθείς — ὀστρακίζω banish aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακισθῆναι — ὀστρακίζω banish aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακίζειν — ὀστρακίζω banish pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)