- ἐποποῖ
ἐποποῖ (ἔποψ), Ruf des Wiedehopfs, Ar. Av. 227, nach dem Schol. ἐποποί zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐποποῖ (ἔποψ), Ruf des Wiedehopfs, Ar. Av. 227, nach dem Schol. ἐποποί zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εποποί — ἐποποῑ (Α) [έποψ] κραυγή κατ’ απομίμηση τής φωνής τού έποπος, τού τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐποποῖ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… … Dictionary of Greek
πούπος — ὁ, Α άλλη κοινή ονομασία τού τσαλαπετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από την κραυγή τού τσαλαπετεινού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς (πρβλ. έποψ)] … Dictionary of Greek
epop, opop — epop, opop English meaning: a kind of exclamation Deutsche Übersetzung: Ruf of Wiedehopfs Material: Arm. popop, Pers. pūpū “hoopoe”; Gk. ἐποποῖ ποποπό ‘shout, call of hoopoe”, ἔποψ, οπος “hoopoe”, ἔπωπα ἀλεκτρυόνα ἄγριονHes. ( ωπ… … Proto-Indo-European etymological dictionary