- ἐπο-ποιΐα
ἐπο-ποιΐα, ἡ, Verfertigung eines epischen Gedichts, Her. 2, 116; das epische Gedicht selbst, Arist. poet. 24; D. L. 8, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπο-ποιΐα, ἡ, Verfertigung eines epischen Gedichts, Her. 2, 116; das epische Gedicht selbst, Arist. poet. 24; D. L. 8, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek