- ἐπ-αν-ορθωτής
ἐπ-αν-ορθωτής, ὁ, der Verbesserer, Wiederhersteller, τοῠ κάμνοντος D. Hal. 8, 67, τῶν τρόπων D. Cass. 54, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αν-ορθωτής, ὁ, der Verbesserer, Wiederhersteller, τοῠ κάμνοντος D. Hal. 8, 67, τῶν τρόπων D. Cass. 54, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθωτής — ο (ΑΜ ὀρθωτής) [ορθώ] νεοελλ. ορθωτήρας μσν. δημόσιος υπάλληλος που ασκούσε το λειτούργημα τού εφόρου αρχ. ο θεός που επιστατούσε και επέβλεπε … Dictionary of Greek