- ἐπ-αν-ορθωτικός
ἐπ-αν-ορθωτικός, ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠϑῶν Strab. 1, 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αν-ορθωτικός, ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠϑῶν Strab. 1, 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθωτικός — ή, ό κατάλληλος για όρθωση, ανυψωτικός («ορθωτική μηχανή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek