- ἐπ-ανα-κρούω
ἐπ-ανα-κρούω (κρούω), zurückstoßen. – Med., zurückkehren, δεῦρο Ar. Av. 848.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-κρούω (κρούω), zurückstoßen. – Med., zurückkehren, δεῦρο Ar. Av. 848.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek
αναπαίω — ἀναπαίω (AM) μσν. αποκρούω, αντικρούω αρχ. (για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + παίω «κρούω, κτυπώ». ΠΑΡ. ανάπαιστος αρχ. ἀναπαιστρίς] … Dictionary of Greek
κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… … Dictionary of Greek