- ἐπ-ανα-κρεμάννῡμι
ἐπ-ανα-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), dabei, daran aufhängen. – Pass. davon abhängig sein, absol., Arist. Pol. 6, 4 τὸ ἐπανακρέμασϑαι καὶ μὴ πᾶν ἐξεῖναι ποιεῖν ὅ τι ἂν δόξῃ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), dabei, daran aufhängen. – Pass. davon abhängig sein, absol., Arist. Pol. 6, 4 τὸ ἐπανακρέμασϑαι καὶ μὴ πᾶν ἐξεῖναι ποιεῖν ὅ τι ἂν δόξῃ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακρεμάννυμι — ἀνακρεμάννυμι (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου 2. απαγχονίζω 3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ «ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων» 4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κρεμάννυμι] … Dictionary of Greek