- ἐπ-ανα-κράζω
ἐπ-ανα-κράζω (s. κράζω), dabei aufschreien, ἐπ-ανακραγέτω, vom Jäger, der den Hunden zuruft, Poll. 5, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-κράζω (s. κράζω), dabei aufschreien, ἐπ-ανακραγέτω, vom Jäger, der den Hunden zuruft, Poll. 5, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακλάζω — ἀνακλάζω (Α) 1. αναβοώ, κραυγάζω 2. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική για το είδος μου φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλάζω «βγάζω οξεία κραυγή, (για πτηνά) κράζω») … Dictionary of Greek
ανακράζω — (Α ἀνακράζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αρχ. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κράζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακράκτης νεοελλ. ανάκραγμα, ανακραξιά] … Dictionary of Greek
φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek