- ἐπι-νώτιος
ἐπι-νώτιος, = ἐπινωτίδιος; Batrach. 88; Luc. Amor. 26; Alciphr. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νώτιος, = ἐπινωτίδιος; Batrach. 88; Luc. Amor. 26; Alciphr. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατανώτιον — κατανώτιον, τὸ (Α) ένδυμα τών μοναχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νώτιον (ουδ. τού νώτιος < νῶτον, πρβλ. επι νώτιος)] … Dictionary of Greek