- ἐπι-βώτωρ
ἐπι-βώτωρ, ορος, ὁ, der Hirt, Homer einmal, Odyss. 13, 222 ἐπιβώτορι μήλων, = βώτορι, Homerisch das compos. anstatt des simpl., vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βώτωρ, ορος, ὁ, der Hirt, Homer einmal, Odyss. 13, 222 ἐπιβώτορι μήλων, = βώτορι, Homerisch das compos. anstatt des simpl., vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παμβώτωρ — παμβώτωρ, ορος, ὁ, ἡ, θηλ. και παμβώτις, ώτιδος (Α) πάμβοτος*, αυτός από τον οποίο τρέφονται όλοι («παμβώτι Γᾱ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + βώτωρ (< βόσκω), πρβλ. επι βώτωρ] … Dictionary of Greek
επιβώτωρ — ἐπιβώτωρ, ο (Α) ο βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βώτωρ (< βόσκω)] … Dictionary of Greek