ἐπι-βήσσω, dazu husten, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιβήσσω — ἐπιβήσσω (Α) βήχω ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βήσσω «βήχω»] … Dictionary of Greek